προσαύξημα

προσαύξημα
το, Ν
αυτό που χρησιμοποιεί κάποιος για να επαυξήσει κάτι, προσθήκη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσαυξάνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1877 στον Αθ. Παπαλεξανδρή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”